αναβαθμίδωση ή αναβαθμίδες — Όρος που στη γεωμορφολογία σημαίνει διάταξη του εδάφους σε μία ή περισσότερες α. (διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα) που μοιάζουν με μεγάλα φυσικά σκαλοπάτια. Τα αίτια που προκαλούν την α. οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως με τη συνδρομή… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… … Dictionary of Greek
λιθορριπή — η στρώμα ακανόνιστων θραυσμένων λίθων που χρησιμοποιείται για θεμελίωση ή επένδυση τεχνικών έργων πάνω σε μη συνεκτικά εδάφη, πρανών, καθώς και υδραυλικών κ.ά. έργων … Dictionary of Greek
πρόπεδο(ν) — το, Ν τμήμα εδάφους επικλινές και ανοιχτό στη θέα μεταξύ τών πρανών οχυρής τοποθεσίας, το οποίο δεν παρέχει προκάλυμμα στους επιτιθεμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέδον «έδαφος»] … Dictionary of Greek
ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… … Dictionary of Greek
ανισόπεδη διάβαση — Οδική ή σιδηροδρομική γέφυρα που περνά από άλλο δρόμο σε χαμηλότερη στάθμη. Η κατασκευή αυτού του είδους έργων είναι αναγκαία όταν οι δύο δρόμοι βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη, από φυσικούς λόγους. Συχνά όμως η διαφορά ύψους δημιουργείται… … Dictionary of Greek
Μαυράτα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 159 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, 28 χλμ. ΝΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελειού Πρανών του νομού Κεφαλληνίας. Κοντά στον οικισμό έχει ανακαλυφθεί… … Dictionary of Greek