πρανῶν

πρανῶν
πρανής
with the face downwards
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
πρανόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
πρανόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
πρανόω
pres part act masc nom sg
πρανόω
pres inf act (doric)
πρᾱνῶν , πρηνής
with the face downwards
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναβαθμίδωση ή αναβαθμίδες — Όρος που στη γεωμορφολογία σημαίνει διάταξη του εδάφους σε μία ή περισσότερες α. (διαδοχικά κλιμακωτά επίπεδα) που μοιάζουν με μεγάλα φυσικά σκαλοπάτια. Τα αίτια που προκαλούν την α. οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως με τη συνδρομή… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • κόρημα — το (Α κόρημα, ήματος) [κορέω (ΙΙ)] νεοελλ. φρ. «πλευρικά κορήματα» γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα τής μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων αρχ. 1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα,… …   Dictionary of Greek

  • λιθορριπή — η στρώμα ακανόνιστων θραυσμένων λίθων που χρησιμοποιείται για θεμελίωση ή επένδυση τεχνικών έργων πάνω σε μη συνεκτικά εδάφη, πρανών, καθώς και υδραυλικών κ.ά. έργων …   Dictionary of Greek

  • πρόπεδο(ν) — το, Ν τμήμα εδάφους επικλινές και ανοιχτό στη θέα μεταξύ τών πρανών οχυρής τοποθεσίας, το οποίο δεν παρέχει προκάλυμμα στους επιτιθεμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέδον «έδαφος»] …   Dictionary of Greek

  • ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… …   Dictionary of Greek

  • ανισόπεδη διάβαση — Οδική ή σιδηροδρομική γέφυρα που περνά από άλλο δρόμο σε χαμηλότερη στάθμη. Η κατασκευή αυτού του είδους έργων είναι αναγκαία όταν οι δύο δρόμοι βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη, από φυσικούς λόγους. Συχνά όμως η διαφορά ύψους δημιουργείται… …   Dictionary of Greek

  • Μαυράτα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 159 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, 28 χλμ. ΝΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελειού Πρανών του νομού Κεφαλληνίας. Κοντά στον οικισμό έχει ανακαλυφθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”